- σκόνισμα
- το, Ν [σκονίζω]το αποτέλεσμα τού σκονίζω, λέρωμα με σκόνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκόνισμα — το κάλυψη με σκόνη: Έκλεισε ταπαράθυρα του σπιτιού για ν αποφύγει το σκόνισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκονισμός — ο, Ν [σκονίζω] 1. το σκόνισμα 2. σκόνη, κονιορτός («μ έτοια αντρειά πορπάτει, / οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek